- αστρογραφία
- ηη περιγραφή των άστρων, η απεικόνιση των αστερισμών.[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος ελληνογενής < άστρο(ν) + -γραφία* (πρβλ. αγγλ. astrography). Ο όρος απαντά από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Ν. Κοντόπουλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστρογραφικός — ή, ό [αστρογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρογραφία … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek